- κατασβεστήρας
- οφορητή συσκευή που χρησιμοποιείται για κατάσβεση πυρκαγιάς: Φέρτε τους κατασβεστήρες για να σβήσουμε τη φωτιά!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατασβεστήρας — ο [κατασβέννυμι] μικρή φορητή συσκευή για την κατάσβεση πυρκαγιάς … Dictionary of Greek